Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΑΡΘΡΟ 99 ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ


ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 99 ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ


Τι προβλέπει το άρθρο 99 του Μεσαιωνικού Πτωχευτικού Κώδικα για τις Μεγάλες επιχειρήσεις που καταφεύγουν σε αυτό.

Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα, πολλές μεγάλες επιχειρήσεις προσπαθούν να καταφύγουν στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν.3588/2007) για να προστατευθούν από τους πιστωτές τους.
Το άρθρο 99, το οποίο ουσιαστικά αντικατέστησε το άρθρο 44 περί προστασίας πιστωτών, επιτρέπει στις επιχειρήσεις που οφείλουν πάνω απο 500.000€ πανως να προσφύγουν στα πολυµελή πρωτοδικεία και να ζητήσουν προστασία και συνδιαλλαγή µε τους πιστωτές τους, ώστε να αποφευχθεί η πτώχευση θεωρητικά κάτι που δεν συμβαίνει στην πραξη δεδομένου ότι μόνο 4% κατάφερε και την απέφυγε!
Προσφεύγοντας δικαστικά µε την αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99, η επιχείρηση καλείται να αποδείξει ότι βρίσκεται σε οικονοµική δυσπραγία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει µπει σε παύση πληρωµών.

Στο πολυμελές Πρωτοδικείο, αφού παρουσιάσει τη δραστηριότητα και τα οικονομικά μεγέθη της, θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει ένα βιώσιμο επιχειρηματικό πλάνο, ζητώντας την προστασία του πτωχευτικού κώδικα.
Στη συνέχεια, το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν η επιχείρηση θα συνεχίσει ή όχι τη λειτουργία της µέσω διαπραγµάτευσης των οφειλών µε τους πιστωτές της και αν το κρίνει αναγκαίο ορίζει εµπειρογνώµονα για να ελέγξει τα οικονοµικά της στοιχεία.
Ο εµπειρογνώµονας, εντός 20ηµέρου, καλείται να συντάξει και να υποβάλει τη σχετική έκθεση στο δικαστήριο. Εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή και ανοίξει η διαδικασία συνδιαλλαγής, το δικαστήριο ορίζει το διαµεσολαβητή, ο οποίος θα επιχειρήσει την επίτευξη τελικής συµφωνίας µεταξύ της εταιρείας και των πιστωτών.
Στο τελευταίο στάδιο της διαπραγμάτευσης, καταρτίζεται ένα σχέδιο βιωσιμότητας, το οποίο ο διαμεσολαβητής παρουσιάζει στους πιστωτές. Μέσα σε δύο μήνες η πρόταση υποβάλλεται στο δικαστήριο, το οποίο με σύμφωνη γνώμη των πιστωτών, εγκρίνει την πρόταση.
Οι προϋποθέσεις υπαγωγής
Για να υπαχθεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει ληξιπρόθεσμεςοφειλές τουλάχιστον 500.000 ευρώ.
*Στην ουσία όλοι οι ΜμΕ είναι εκτός δεδομένου ότι οι Ελληνικές επιχειρήσεις είναι κατά 99% μικρές!
Η συμφωνία συνδιαλλαγής δεσμεύει μόνο εκείνους που την υπέγραψαν.
Στην αίτηση επισυνάπτεται σε πρότυπο γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσό 5.000 ευρώ για την αμοιβή του εμπειρογνώμονα και του μεσολαβητή.
Το Δημόσιο, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης μπορούν να συναινούν σε μείωση των απαιτήσεων, με τους ίδιους όρους που θα μείωνε τις απαιτήσεις του και ένας ιδιώτης δανειστής.
Πότε δεν επικυρώνεται η συμφωνία
Το δικαστήριο δεν επικυρώνει την συμφωνία εταιρίας – πιστωτών εάν:
*ο οφειλέτης, κατά την σύνοψη της συμφωνίας, βρίσκετε σε κατάσταση παύσης των πληρωμών.
*οι όροι της συμφωνίας δεν εξασφαλίζουν την διάρκεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
*θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών που δεν υπέγραψαν την συμφωνία.
*Η διάρκεια ισχύος της συμφωνίας συνομολογείται για διάστημα πέραν των (2) δύο ετών από την επικύρωση της.
Τι ισχύει μετά την υπαγωγή
Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και υπόκειται σε τριτανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών που αρχίζει την επόμενη της δημοσίευσής της.
Η απορριπτική απόφαση επίσης δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων και ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει έφεση κατά αυτής εντός της ίδιας προθεσμίας.
Με την επικύρωση της συμφωνίας αναστέλλεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, αίρεται προσωρινά η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών και αναστέλλεται για 6 μήνες η λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης πτώχευσης κ.α.


Οι αλλαγές στο νόμο το 2013
Το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο (ν. 3588/20071), στα άρθρο 99 επ. περί «διαδικασίας συνδιαλλαγής», όριζε ότι «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το οποίο αποδεικνύει οικονομική αδυναμία, παρούσα ή προβλέψιμη, χωρίς να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών του, μπορεί να ζητήσει από το πτωχευτικό δικαστήριο το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής.» Σύμφωνα με το άρθρο 101, «Ο μεσολαβητής έχει ως αποστολή να επιτύχει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του που εκπροσωπούν τουλάχιστον την πλειοψηφία των απαιτήσεων κατ’ αυτού, όπως αυτές προκύπτουν από τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη, με σκοπό την άρση των οικονομικών δυσκολιών του οφειλέτη, τη συνέχιση της δραστηριότητάς του και διατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και να προτείνει λύσεις για τη διάσωση της επιχείρησης, ιδίως με μείωση των απαιτήσεων, παράταση του ληξιπρόθεσμου αυτών, αναδιάρθρωση της επιχείρησης, μετοχοποίηση των απαιτήσεων, εκποίηση της επιχείρησης ή κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο.»
Μια τέτοια δυνατότητα συνδιαλλαγής μεταξύ της εταιρίας και των πιστωτών της, αποτέλεσε ελπιδοφόρα πρακτική και αναγκαία λύση στα προβλήματα εταιριών οι οποίες, παρότι αντιμετώπιζαν σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες, εν τούτοις είχαν την ευκαιρία να επιτύχουν μια ικανοποιητική συμφωνία και για τα δύο μέρη, ούτως ώστε να μην οδηγηθεί η πρώτη σε παύση των εργασιών της και αναγκαστική πτώχευση και να μπορέσουν οι πιστωτές της να αποπληρωθούν κατά το καλύτερο δυνατό.
Παρά την ευρύτατη επιδοκιμασία για την θεσμοθέτηση της διαδικασίας με την οποία μια εταιρία θα παρέμενε σε λειτουργία, ακόμη και αν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλα, φαίνεται ότι δεν λειτούργησε το ίδιο αποτελεσματικά και λόγω της κρίσης.
Δύο προφανείς λόγοι είναι οι εξής: Πρώτον, ενώ η εταιρία έρχεται σε συμφωνία με το μεγαλύτερο μέρος των πιστωτών, ωστόσο , σύμφωνα με το άρθρο 104 περ. ζ, «η συμφωνία δεσμεύει μόνο τον οφειλέτη και τους πιστωτές που την υπέγραψαν». Για να καταστεί μια τέτοια συμφωνία αποτελεσματική, είναι αναγκαίο, η απόφαση της πλειοψηφίας των πιστωτών, να δεσμεύει και την μειοψηφία, με την προϋπόθεση ότι δεν θα θίγει τα συμφέροντα των τελευταίων, όπως ισχύει δηλαδή στην αναδιοργάνωση (δυνατότητα συμβιβασμού μετά την πτώχευση, άρθρο 107 του ν. 3588/2007). Δεύτερον, θα έπρεπε να υπάρχει η ίδια δυνατότητα και στην περίπτωση που μια εταιρία βρίσκεται ήδη σε παύση πληρωμών, για τη διατήρησή της έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα επιπλέον.
Για τον λόγο αυτό, κρίθηκε αναγκαία η μεταρρύθμιση του πτωχευτικού κώδικα όσον αφορά το κομμάτι της συνδιαλλαγής με τους πιστωτές ώστε οι επιχειρήσεις να διατηρηθούν «στη ζωή».
Ο νόμος 4013/2011 αντικατέστησε το έκτο κεφάλαιο του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) .
Πλέον, η διαδικασία συνδιαλλαγής μετονομάζεται σε προπτωχευτική «διαδικασία εξυγίανσης». Κατά το άρθρο 2, «Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με τη συμφωνία που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών.
Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται, αν προβλέπει ότι οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν με βάση αναγκαστική εκτέλεση ή, σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, με βάση το όγδοο κεφάλαιο του παρόντος Κώδικα. Για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών λαμβάνονται υπόψη τα ποσά και τυχόν άλλα ανταλλάγματα που θα λάβουν και οι όροι αποπληρωμής των ποσών αυτών.»
Η συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 106, όταν στην συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται πιστωτές που εκπροσωπούν το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών. Για την αποδοχή του σχεδίου συμφωνίας εξυγίανσης απαιτείται πλειοψηφία των πιστωτών που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) των απαιτήσεων των πιστωτών, που παρίστανται στη συνέλευση, στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των απαιτήσεων των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων πιστωτών, που παρίστανται στη συνέλευση.
Κατά το άρθρο 101, «Το πτωχευτικό δικαστήριο, εφόσον προβλέπει ότι η επίτευξη της συμφωνίας είναι δυνατή, ότι υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες επιτυχίας της προτεινόμενης εξυγίανσης και ότι δεν παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 99 παρ. 2, αποφασίζει το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών από την έκδοση της απόφασης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ορίζει μεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 102.»
Αποτέλεσμα της συμφωνίας εξυγίανσης είναι ότι «Από την επικύρωσή της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης.» (άρθρο 106η)
Από τα παραπάνω είναι λοιπόν προφανές ότι έγιναν πολλές βασικές αλλαγές στην νομοθεσία που αφορούσε τις εταιρίες και την βιωσιμότητά τους μέσα από προ-πτωχευτικές διαδικασίες οι οποίες δίνουν την δυνατότητα στις εταιρίες να «διατηρηθούν στη ζωή».
Η νέα αυτή διαδικασία (νέα άρθρα 99-106ι του ν. 3588/2007), σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του παραπάνω νόμου, στοχεύει στη διόρθωση ατελειών του αρχικού νόμου, που καθιστούσαν δυνατή την κατάχρηση του θεσμού της συνδιαλλαγής, στην παροχή δυνατότητας στο δικαστήριο να καθιστά υποχρεωτική και για τους διαφωνούντες μια συμφωνία που έχει συγκεντρώσει κάποια σημαντική πλειοψηφία των πιστωτών, και σε άλλες βελτιώσεις του νόμου, εκ των οποίων σημαντική είναι η απευθείας επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης που έχει συναφθεί ήδη πριν από την υπαγωγή της επιχείρησης στα άρθρα 99 επ. και το άνοιγμα της διαδικασίας (άλλως, ενός “prepackagedplan”, θεσμού που έγινε γνωστός στην Αμερική, αλλά υιοθετήθηκε κατά κόρον στην Αγγλία, με την νομοθεσία περί πτωχεύσεων “Enterprise Act 2002”).
Ως επικυρωθείσα παράγει τις έννομες συνέπειες, δεσμεύοντας το σύνολο των πιστωτών, ακόμη κι αν αυτοί δεν είχαν συμφωνήσει ή δεν συμμετείχαν στην προβλεπόμενη συνέλευση πιστωτών ή δεν είχαν συμβληθεί, συντελώντας με τον τρόπο αυτό στην αποφυγή των καθυστερήσεων.
Με το ν. 4013/2011 επιδιώχθηκε όχι η αθρόα υπαγωγή επιχειρήσεων στα άρθρα 99 επ., με συνέπεια το «πάγωμα» των δικαιωμάτων των πιστωτών και με μικρές πιθανότητες σύναψης συμφωνίας, αλλά η επίτευξη μικρότερου μεν αριθμού υπαγωγών, περισσότερων όμως συμφωνιών.
Εξάλλου, αν η εταιρία μπορέσει να συνεχίσει την λειτουργία της και στο μέλλον, θα είναι και σε θέση να ικανοποιήσει με τον τρόπο αυτό τους πιστωτές της για όλες τις απαιτήσεις τους, κάτι που ίσως να μην μπορούσε να έχει επιχειρηθεί εάν η εταιρία ξεκινούσε την διαδικασία της πτώχευσης αφού αυτή ισοδυναμεί με εμπορικό «θάνατο», πράγμα το οποίο επηρεάζει απόλυτα την εκποίηση της επιχείρησης του οφειλέτη. Επιπλέον, σε πολλά σημεία η διαμόρφωση της νέας διαδικασίας επαφίεται στην κρίση του δικαστή, π.χ. κατά τον καθορισμό της περιμέτρου των προληπτικών μέτρων (νέο άρθρο 103), το διορισμό του «ειδικού εντολοδόχου» (νέο άρθρο 102 § 6), κλπ. ώστε να προσαρμόζεται καλύτερα η διαδικασία στις εκάστοτε ανάγκες της οφειλέτριας επιχείρησης και των πιστωτών της.
Ένα χρόνο μετά την λειτουργία των καινούριων διατάξεων που αφορούν τη «διαδικασία εξυγίανσης» ήρθαν οι πρώτες τροποποιήσεις με τον νόμο 4072/2012, ούτως ώστε αυτός να καταστεί περισσότερο λειτουργικός και να μην χρησιμοποιηθεί με σκοπό την κατάχρηση των εν λόγω διαδικασιών προς όφελος των οφειλετών.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 234 του ν. 4072/2012, στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του ν. 3588/2007 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4013/2011, προστέθηκε το εξής εδάφιο: «Νεότερη διαδικασία εξυγίανσης για τον ίδιο οφειλέτη δεν είναι επιτρεπτή, αν δεν έχει παρέλθει πενταετία από την επικύρωση προηγούμενης συμφωνίας εξυγίανσης, εκτός αν πρόκειται για συμφωνία που επικυρώνεται κατά το άρθρο 106β.» Στο ίδιο πνεύμα άλλωστε – κάνοντας λόγο για εφάπαξ δυνατότητα «απαλλαγής» – κινείται και αντίστοιχη διάταξη του νόμου για τα «υπερχρεωμένα νοικοκυριά» (βλ. άρθρο 1 § 3 ν. 3869/2010).
Επιπλέον, με το τελευταίο εδάφιο που προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 103, ισχυροποιείται η θέση των εργαζομένων, με την διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι να επικυρωθεί ή απορριφθεί το σχέδιο εξυγίανσης, καθώς πλέον «Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την επικύρωση ή την απόρριψη του σχεδίου εξυγίανσης.» Εκτός αυτού, περιορίζεται σε 2 αντί 4 μήνες το περιθώριο για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ οφειλετών και πιστωτών, για την ταχύτερη πραγματοποίηση των διαδικασιών, βάσει του άρθρου 12 του ν. 4013/2011, το οποίο και αντικατέστησε την παρ. 1 του άρθρου 101 του ν. 3588/2007.
Να σημειωθεί ότι ο πτωχευτικός νόμος (3588/2007) ισχύει σήμερα μόνο για εμπόρους, Α.Ε., ΕΠΕ, Ο.Ε. και τα άλλα νομικά πρόσωπα που έχουν την εμπορική ιδιότητα (π.χ. συνεταιρισμούς) και εξαιρεί τα φυσικά πρόσωπα, για τα οποία ισχύει το πτωχευτικό δίκαιο για ιδιώτες, δηλαδή ο γνωστός νόμος Κατσέλη. Η διαφορά του πτωχευτικού νόμου για τις επιχειρήσεις είναι ότι στη ρύθμιση του χρέους μπορούν να ενταχθούν όχι μόνο οι οφειλές προς τις τράπεζες ή τους ιδιώτες, αλλά και οφειλές προς το Δημόσιο, σε αντίθεση με τον νόμο Κατσέλη για τα φυσικά πρόσωπα, που επιτρέπει την ένταξη μόνο των οφειλών προς τράπεζες και ιδιώτες.
Η συγκυβέρνηση , άλλωστε επεξεργάζεται τρόπους αποσυμφόρησης προς όφελος των Τραπεζικών επιχειρήσεων λόγω της μαζικής προσφυγής στον νόμο Κατσέλη, μέσα από την κατάθεση 130.000 αιτήσεων για ένταξη στον νόμο, που παραπέμπουν σε δικάσιμο ακόμη και μετά το 2021.
Για αυτό την αναμόρφωση του πτωχευτικού νόμου που ισχύει για τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να μπορούν να ενταχθούν και φυσικά πρόσωπα χωρίς εμπορική δραστηριότητα, δηλαδή μισθωτοί, επεξεργάζεται το υπουργείο Ανάπτυξης;; σε συνεργασία με το υπουργείο Δικαιοσύνης:;.

WWW.mikromes.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σελίδες

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΑΡΚΕΣ

Η λίστα ιστολογίων μου